- λιτανεία
- Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν στη λ.– στη θεία οργή. Σε έκτακτα γεγονότα (π.χ. φωτιά, σεισμός, ανομβρία κ.ά.), η Εκκλησία οργανώνει συνήθως λ. έπειτα από αίτημα των πιστών. Στη θρησκευτική αυτή πομπή προηγούνται συνήθως οι κληρικοί με λαμπάδες και θυμιατά, ακολουθεί ο σταυροφόρος –εκείνος που κρατά τον Σταυρό–, ο επίσκοπος που κρατά το Ευαγγέλιο και, τέλος, ο λαός κρατώντας αναμμένες λαμπάδες. Το τυπικό των λ., σε ό,τι αφορά τις ευχές και τις παρακλήσεις των πιστών, περιέχεται στο Μέγα Ευχολόγιο.
Λιτανεία της εικόνας της Υπαπαντής στην Καλαμάτα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (AM λιτανεία) [λιτανεύω]θρησκευτική πομπή εορταστικού ή παρακλητικού χαρακτήρα, κατά την οποία γίνεται περιφορά εικόνων ή και αγίων λειψάνων στους δρόμους χωριού ή πόλης ή στην ύπαιθρο (α. «πᾱσαι δὲ προτείνουσαι τὰς χεῑρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐποιοῡντο λιτανείαν», ΠΔβ. «λιτανεῑαι πρὸς τοὺς θεούς», Ιουλ.)αρχ.ικεσία, παράκληση, δέηση.
Dictionary of Greek. 2013.